πεντηκοντέρετμος

πεντηκοντέρετμος
-ον, Α
(για πλοία) αυτός που έχει πενήντα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἐρετμόν «κουπί» (πρβλ. πεντεκαιδεκ-έρετμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντερέτμους — πεντηκοντέρετμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”